Φίλτρα αναζήτησης:
25.08.2024 - Ψαλμός κγ'(23) & Κατά Ιωάννην κεφ.κα'(21) 1-15 - Παύλος Παπαδαντωνάκης
Κυρ, Αυγ 25, 2024
Διάρκεια: 36 Λεπτά 16 Δευτερόλεπτα
Ψαλμός κγ'(23) σελ. 522 1) «Ψαλμός του Δαβίδ.» Ο Κύριος είναι ο ποιμήν μου· δεν θέλω στερηθή ουδενός.  2) Εις βοσκάς χλοεράς με ανέπαυσεν· εις ύδατα αναπαύσεως με ωδήγησεν.  3) Ηνώρθωσε την ψυχήν μου· με ώδήγησε διά τρίβων δικαιοσύνης ένεκεν του ονόματος αυτού.  4) Και εν κοιλάδι σκιάς θανάτου εάν περιπατήσω, δεν θέλω φοβηθή κακόν· διότι συ είσαι μετ' εμού· η ράβδος σου και η βακτηρία σου, αύται με παρηγορούσιν.  5) Ητοίμασας έμπροσθέν μου τράπεζαν απέναντι των εχθρών μου· ήλειψας εν ελαίω την κεφαλήν μου· το ποτήριόν μου υπερχειλίζει.  6) Βεβαίως χάρις και έλεος θέλουσι με ακολουθεί πάσας τας ημέρας της ζωής μου· και θέλω κατοικεί εν τω οίκω του Κυρίου εις μακρότητα ημερών. Κατά Ιωάννην κεφ.κα'(21) σελ.958-959 1) Μετά ταύτα εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς εις τους μαθητάς επί της θαλάσσης της Τιβεριάδος· εφανέρωσε δε ούτως.  2) Ήσαν ομού Σίμων Πέτρος και Θωμάς ο λεγόμενος Δίδυμος και Ναθαναήλ ο από Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο εκ των μαθητών αυτού.  3) Λέγει προς αυτούς Σίμων Πέτρος· Υπάγω να αλιεύσω. Λέγουσι προς αυτόν· Ερχόμεθα και ημείς μετά σου. Εξήλθον και ανέβησαν εις το πλοίον ευθύς, και κατ' εκείνην την νύκτα δεν επίασαν ουδέν.  4) Αφού δε έγεινεν ήδη πρωΐ, εστάθη ο Ιησούς εις τον αιγιαλόν· δεν εγνώριζον όμως οι μαθηταί ότι είναι ο Ιησούς.  5) Λέγει λοιπόν προς αυτούς ο Ιησούς· Παιδία, μήπως έχετέ τι προσφάγιον; Απεκρίθησαν προς αυτόν· Ουχί.  6) Ο δε είπε προς αυτούς· Ρίψατε το δίκτυον εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θέλετε ευρεί. Έρριψαν λοιπόν και δεν ηδυνήθησαν πλέον να σύρωσιν αυτό από του πλήθους των ιχθύων.  7) Λέγει λοιπόν προς τον Πέτρον ο μαθητής εκείνος, τον οποίον ηγάπα ο Ιησούς· Ο Κύριος είναι. Ο δε Σίμων Πέτρος, ακούσας ότι είναι ο Κύριος, εζώσθη το επένδυμα· διότι ήτο γυμνός· και έρριψεν εαυτόν εις την θάλασσαν.  8) Οι δε άλλοι μαθηταί ήλθον με το πλοιάριον· διότι δεν ήσαν μακράν από της γης, αλλ' έως διακοσίας πήχας· σύροντες το δίκτυον των ιχθύων.  9) Καθώς λοιπόν απέβησαν εις την γην, βλέπουσιν ανθρακιάν κειμένην και οψάριον επικείμενον και άρτον.  10) Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Φέρετε από των οψαρίων, τα οποία επιάσατε τώρα.  11) Ανέβη Σίμων Πέτρος και έσυρε το δίκτυον επί της γης, γέμον ιχθύων μεγάλων εκατόν πεντήκοντα τριών· και ενώ ήσαν τόσοι, δεν εσχίσθη το δίκτυον.  12) Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· Έλθετε, γευματίσατε. Ουδείς όμως των μαθητών ετόλμα να εξετάση αυτόν, Συ τις είσαι, εξεύροντες ότι είναι ο Κύριος.  13) Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς και λαμβάνει τον άρτον και δίδει εις αυτούς, και το οψάριον ομοίως.  14) Αύτη ήτο ήδη τρίτη φορά, καθ' ην ο Ιησούς εφανερώθη εις τους μαθητάς αυτού, αφού ηγέρθη εκ νεκρών.  15) Αφού λοιπόν εγευμάτισαν, λέγει προς τον Σίμωνα Πέτρον ο Ιησούς· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με περισσότερον τούτων; Λέγει προς αυτόν· Ναι, Κύριε, συ εξεύρεις ότι σε αγαπώ.
21.08.2024 - Κατά Λουκάν κεφ.ζ'(7) 36-50 Λευτέρης Μπελενιώτης & Ψαλμός μ'(40) Παύλος Παπαδαντωνάκης
Τετ, Αυγ 21, 2024
Διάρκεια: 47 Λεπτά 30 Δευτερόλεπτα
Κατά Λουκάν κεφ.ζ'(7) 36-50 σελ.909 36) Παρεκάλει δε αυτόν εις εκ των Φαρισαίων να φάγη μετ' αυτού· και εισελθών εις την οικίαν του Φαρισαίου, εκάθησεν εις την τράπεζαν.  37) Και ιδού, γυνή τις εν τη πόλει, ήτις ήτο αμαρτωλή, μαθούσα ότι κάθηται εις την τράπεζαν εν τη οικία του Φαρισαίου, έφερεν αλάβαστρον μύρου  38) και σταθείσα πλησίον των ποδών αυτού οπίσω κλαίουσα, ήρχισε να βρέχη τους πόδας αυτού με τα δάκρυα και εσπόγγιζε με τας τρίχας της κεφαλής αυτής και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε με το μύρον.  39) Ιδών δε ο Φαρισαίος ο καλέσας αυτόν, είπε καθ' εαυτόν λέγων· Ούτος, εάν ήτο προφήτης, ήθελε γνωρίζει τις και οποία είναι η γυνή, ήτις εγγίζει αυτόν, ότι είναι αμαρτωλή.  40) Και αποκριθείς ο Ιησούς, είπε προς αυτόν· Σίμων, έχω να σοι είπω τι. Ο δε λέγει· Διδάσκαλε, ειπέ.  41) Είχε τις δανειστάς δύο χρεωφειλέτας· ο εις εχρεώστει δηνάρια πεντακόσια, ο δε άλλος πεντήκοντα.  42) Και επειδή δεν είχον να αποδώσωσιν, εχάρισεν αυτά εις αμφοτέρους. Τις λοιπόν εξ αυτών, ειπέ, θέλει αγαπήσει αυτόν περισσότερον;  43) Αποκριθείς δε ο Σίμων, είπε· Νομίζω ότι εκείνος, εις τον οποίον εχάρισε το περισσότερον. Ο δε είπε προς αυτόν· Ορθώς έκρινας.  44) Και στραφείς προς την γυναίκα, είπε προς τον Σίμωνα· Βλέπεις ταύτην την γυναίκα; Εισήλθον εις την οικίαν σου, ύδωρ διά τους πόδας μου δεν έδωκας· αύτη δε με τα δάκρυα έβρεξε τους πόδας μου και με τας τρίχας της κεφαλής αυτής εσπόγγισε.  45) Φίλημα δεν μοι έδωκας· αύτη δε, αφ' ης εισήλθον, δεν έπαυσε καταφιλούσα τους πόδας μου.  46) Με έλαιον την κεφαλήν μου δεν ήλειψας· αύτη δε με μύρον ήλειψε τους πόδας μου.  47) Διά τούτο σοι λέγω, συγκεχωρημέναι είναι αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, διότι ηγάπησε πολύ· εις όντινα δε συγχωρείται ολίγον, ολίγον αγαπά.  48) Και είπε προς αυτήν· Συγκεχωρημέναι είναι αι αμαρτίαι σου.  49) Και ήρχισαν οι συγκαθήμενοι εις την τράπεζαν να λέγωσι καθ' εαυτούς· Τις είναι ούτος, όστις και αμαρτίας συγχωρεί;  50) Είπε δε προς την γυναίκα· Η πίστις σου σε έσωσεν· ύπαγε εις ειρήνην. Ψαλμός μ'(40) σελ.531 1) «Εις τον πρώτον μουσικόν. Ψαλμός του Δαβίδ.» Περιέμεινα εν υπομονή τον Κύριον, και έκλινε προς εμέ και ήκουσε της κραυγής μου·  2) και με ανεβίβασεν εκ λάκκου ταλαιπωρίας, εκ βορβορώδους πηλού, και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, εστερέωσε τα βήματά μου·  3) και έβαλεν εν τω στόματί μου άσμα νέον, ύμνον εις τον Θεόν ημών· θέλουσιν ιδεί πολλοί και θέλουσι φοβηθή και θέλουσιν ελπίσει επί Κύριον.  4) Μακάριος ο άνθρωπος, όστις έθεσε τον Κύριον ελπίδα αυτού και δεν αποβλέπει εις τους υπερηφάνους και εις τους κλίνοντας επί ψεύδη.  5) Πολλά έκαμες συ, Κύριε ο Θεός μου, τα θαυμάσιά σου· και τους περί ημών διαλογισμούς σου δεν είναι δυνατόν να εκθέση τις εις σέ· εάν ήθελον να απαγγέλλω και να ομιλώ περί αυτών, υπερβαίνουσι πάντα αριθμόν.  6) Θυσίαν και προσφοράν δεν ηθέλησας· διήνοιξας εν εμοί ώτα· ολοκαύτωμα και προσφοράν περί αμαρτίας δεν εζήτησας.  7) Τότε είπα, Ιδού, έρχομαι· εν τω τόμω του βιβλίου είναι γεγραμμένον περί εμού·  8) χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου· και ο νόμος σου είναι εν τω μέσω της καρδίας μου.  9) Εκήρυξα δικαιοσύνην εν συνάξει μεγάλη· ιδού, δεν εμπόδισα τα χείλη μου, Κύριε, συ εξεύρεις.  10) Την δικαιοσύνην σου δεν έκρυψα εντός της καρδίας μου· την αλήθειάν σου και την σωτηρίαν σου ανήγγειλα· δεν έκρυψα το έλεός σου και την αλήθειάν σου από συνάξεως μεγάλης.  11) Συ, Κύριε, μη απομακρύνης τους οικτιρμούς σου απ' εμού· το έλεός σου και η αλήθειά σου ας με περιφρουρώσι διαπαντός.  12) Διότι με περιεκύκλωσαν αναρίθμητα κακά· με κατέφθασαν αι ανομίαι μου, και δεν δύναμαι να θεωρώ αυτάς· επληθύνθησαν υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μου· και η καρδία μου με εγκαταλείπει.  13) Ευδόκησον, Κύριε, να με ελευθερώσης Κύριε, τάχυνον εις βοήθειάν μου.  14) Ας αισχυνθώσι και ας εκτραπώσιν ομού οι ζητούντες την ψυχήν μου, διά να απολέσωσιν αυτήν· ας στραφώσιν εις τα οπίσω και ας εντραπώσιν οι θέλοντες το κακόν μου.  15) Ας εξολοθρευθώσι διά μισθόν της αισχύνης αυτών οι λέγοντες προς εμέ, εύγε, εύγε.  16) Ας αγάλλωνται και ας ευφραίνωνται εις σε πάντες οι ζητούντές σε· οι αγαπώντες την σωτηρίαν σου ας λέγωσι διαπαντός, Μεγαλυνθήτω ο Κύριος.  17) Εγώ δε είμαι πτωχός και πένης· αλλ' ο Κύριος φροντίζει περί εμού· η βοήθειά μου και ο ελευθερωτής μου συ είσαι· Θεέ μου, μη βραδύνης.
18.08.2024 -  Γιώργος Κατσούλας & Νίκος Ντουρουντάκης
Κυρ, Αυγ 18, 2024
Προς Ρωμαίους κεφ.ιβ'(12) 1-2 σελ.1003 1) Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, διά των οικτιρμών του Θεού, να παραστήσητε τα σώματά σας θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον εις τον Θεόν, ήτις είναι η λογική σας λατρεία,  2) και μη συμμορφόνεσθε με τον αιώνα τούτον, αλλά μεταμορφόνεσθε διά της ανακαινίσεως του νοός σας, ώστε να δοκιμάζητε τι είναι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον.   Βασιλέων Β' κεφ.δ'(4) 8-17 σελ. 362 8) Και εν ημέρα τινί διέβαινεν ο Ελισσαιέ εις Σουνάμ, όπου ήτο γυνή τις μεγάλη, και αυτή εκράτησεν αυτόν διά να φάγη άρτον. Και οσάκις διέβαινεν, έστρεφεν εκεί διά να φάγη άρτον.  9) Και είπεν η γυνή προς τον άνδρα αυτής, Ιδού τώρα, γνωρίζω ότι είναι άγιος άνθρωπος του Θεού ούτος, όστις πάντοτε διαβαίνει προς ημάς·  10) ας κάμωμεν, παρακαλώ, μικρόν υπερώον επί του τοίχου· και ας βάλωμεν εκεί δι' αυτόν κλίνην και τράπεζαν και καθέδραν και λύχνον, διά να στρέφη εκεί, όταν έρχηται προς ημάς.  11) Και εν ημέρα τινί ήλθεν εκεί και έστρεψεν εις το υπερώον και εκοιμήθη εκεί.  12) Και είπε προς Γιεζεί τον υπηρέτην αυτού, Κάλεσον την Σουναμίτιν ταύτην. Και ότε εκάλεσεν αυτήν, εστάθη έμπροσθεν αυτού.  13) Και είπε προς αυτόν, Ειπέ τώρα προς αυτήν, Ιδού, συ έλαβες πάσας ταύτας τας φροντίδας υπέρ ημών· τι να κάμω προς σε; έχεις τι να είπης προς τον βασιλέα ή προς τον αρχιστράτηγον; Η δε απεκρίθη, Εγώ κατοικώ μεταξύ του λαού μου.  14) Και είπε, Τι λοιπόν να κάμω δι' αυτήν; Και ο Γιεζεί απεκρίθη, Αληθώς, αυτή δεν έχει τέκνον, και ο ανήρ αυτής είναι γέρων.  15) Και είπε, Κάλεσον αυτήν. Και ότε εκάλεσεν αυτήν, εστάθη εις την θύραν.  16) Και είπε, Το ερχόμενον έτος, κατά τούτον τον καιρόν, θέλεις έχει υιόν εις τας αγκάλας σου. Η δε είπε, Μη, κύριέ μου, άνθρωπε του Θεού, μη ψευσθής προς την δούλην σου.  17) Και η γυνή συνέλαβε και εγέννησεν υιόν το ερχόμενον έτος, κατά τον καιρόν εκείνον τον οποίον είπε προς αυτήν ο Ελισσαιέ.
16.08.2024 - Αποκάλυψις κεφ.β'(2) 1-7 - Γιώργος Δαμιανάκης
Παρ, Αυγ 16, 2024
Διάρκεια: 49 Λεπτά 12 Δευτερόλεπτα
Αποκάλυψις κεφ.β'(2) 1-7 σελ. 1087 1)  Προς τον άγγελον της εκκλησίας της Εφέσου γράψον. Ταύτα λέγει ο κρατών τους επτά αστέρας εν τη δεξιά αυτού, ο περιπατών εν μέσω των επτά λυχνιών των χρυσών·  2)  Εξεύρω τα έργα σου και τον κόπον σου και την υπομονήν σου, και ότι δεν δύνασαι να υποφέρης τους κακούς, και εδοκίμασας τους λέγοντας ότι είναι απόστολοι, και δεν είναι, και εύρες αυτούς ψευδείς·  3)  και υπέφερες και έχεις υπομονήν και διά το όνομά μου εκοπίασας, και δεν απέκαμες.  4)  Πλην έχω τι κατά σου, διότι την αγάπην σου την πρώτην αφήκας.  5)  Ενθυμού λοιπόν πόθεν εξέπεσες και μετανόησον και κάμε τα πρώτα έργα· ει δε μη, έρχομαι προς σε ταχέως και θέλω κινήσει την λυχνίαν σου εκ του τόπου αυτής, εάν δεν μετανοήσης.  6)  Έχεις όμως τούτο, ότι μισείς τα έργα των Νικολαϊτών, τα οποία και εγώ μισώ.  7)  Όστις έχει ωτίον ας ακούση τι λέγει το Πνεύμα προς τας εκκλησίας. Εις τον νικώντα θέλω δώσει εις αυτόν να φάγη εκ του ξύλου της ζωής, το οποίον είναι εν μέσω του παραδείσου του Θεού.
11.08.2024 - Ρούθ κεφ.α'(1) 1-7& Κατά Λουκάν κεφ.ιε'(15) 11-24 - Τάσος Ορφανουδάκης
Κυρ, Αυγ 11, 2024
Διάρκεια: 36 Λεπτά 34 Δευτερόλεπτα
1)  Και εν ταις ημέραις καθ' ας οι κριταί έκρινον, έγεινε πείνα εν τη γη. Και υπήγεν άνθρωπός τις από Βηθλεέμ Ιούδα να παροικήση εν γη Μωάβ, αυτός και η γυνή αυτού και οι δύο υιοί αυτού.  2)  Το δε όνομα του ανθρώπου ήτο Ελιμέλεχ, και το όνομα της γυναικός αυτού Ναομί, και το όνομα των δύο υιών αυτού Μααλών και Χελαιών, Εφραθαίοι εκ Βηθλεέμ Ιούδα. Και ήλθον εις γην Μωάβ και ήσαν εκεί.  3)  Και απέθανεν Ελιμέλεχ ο ανήρ της Ναομί· και έμεινεν αυτή και οι δύο υιοί αυτής.  4)  Και ούτοι έλαβον εις εαυτούς γυναίκας Μωαβίτιδας· το όνομα της μιας Ορφά και το όνομα της άλλης Ρούθ· και κατώκησαν εκεί έως δέκα έτη.  5)  Απέθανον δε αμφότεροι, ο Μααλών και ο Χελαιών· και εστερήθη η γυνή των δύο υιών αυτής και του ανδρός αυτής.  6)  Τότε εσηκώθη αυτή και αι νύμφαι αυτής και επέστρεψαν εκ της γης Μωάβ· διότι ήκουσεν εν γη Μωάβ, ότι επεσκέφθη ο Κύριος τον λαόν αυτού δίδων εις αυτούς άρτον.  7) Και εξήλθεν εκ του τόπου όπου ήτο, και αι δύο νύμφαι αυτής μετ' αυτής και επορεύοντο την οδόν διά να επιστρέψωσιν εις γην Ιούδα. 11)  Είπε δέ· Άνθρωπος τις είχε δύο υιούς.  12)  Και είπεν ο νεώτερος αυτών προς τον πατέρα· Πάτερ, δος μοι το ανήκον μέρος της περιουσίας. Και διεμοίρασεν εις αυτούς τα υπάρχοντα αυτού.  13)  Και μετ' ολίγας ημέρας συνάξας πάντα ο νεώτερος υιός, απεδήμησεν εις χώραν μακράν και εκεί διεσκόρπισε την περιουσίαν αυτού ζων ασώτως.  14)  Αφού δε εδαπάνησε πάντα, έγεινε πείνα μεγάλη εν τη χώρα εκείνη, και αυτός ήρχισε να στερήται.  15)  Τότε υπήγε και προσεκολλήθη εις ένα των πολιτών της χώρας εκείνης, όστις έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού διά να βόσκη χοίρους.  16)  Και επεθύμει να γεμίση την κοιλίαν αυτού από των ξυλοκεράτων, τα οποία έτρωγον οι χοίροι, και ουδείς έδιδεν εις αυτόν.  17)  Ελθών δε εις εαυτόν, είπε· Πόσοι μισθωτοί του πατρός μου περισσεύουσιν άρτον, και εγώ χάνομαι υπό της πείνης.  18)  Σηκωθείς θέλω υπάγει προς τον πατέρα μου και θέλω ειπεί προς αυτόν· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου·  19)  και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου· κάμε με ως ένα των μισθωτών σου.  20)  Και σηκωθείς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. Ενώ, δε απείχεν έτι μακράν, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν.  21)  είπε δε προς αυτόν ο υιός· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου.  22)  Και ο πατήρ είπε προς τους δούλους αυτού· Φέρετε έξω την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτυλίδιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας,  23)  και φέροντες τον μόσχον τον σιτευτόν σφάξατε, και φαγόντες ας ευφρανθώμεν,  24)  διότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήτο και ανέζησε, και απολωλώς ήτο και ευρέθη. Και ήρχισαν να ευφραίνωνται.
09.08.2024 - Κατά Μάρκον κεφ.ιβ'(12) 28-44 - Γιάννης Παπασταματίου
Παρ, Αυγ 09, 2024
Διάρκεια: 47 Λεπτά 34 Δευτερόλεπτα
Κατά Μάρκον κεφ.ιβ'(12) 28-44 σελ. 893-894 28)  Και προσελθών εις των γραμματέων, όστις ήκουσεν αυτούς συζητούντας, γνωρίζων ότι καλώς απεκρίθη προς αυτούς, ηρώτησεν αυτόν· Ποία εντολή είναι πρώτη πασών;  29)  Ο δε Ιησούς απεκρίθη προς αυτόν ότι πρώτη πασών των εντολών είναι· Άκουε Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών είναι εις Κύριος·  30)  και θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου· αύτη είναι η πρώτη εντολή.  31)  Και δευτέρα ομοία, αύτη· Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Μεγαλητέρα τούτων άλλη εντολή δεν είναι.  32)  Και είπε προς αυτόν ο γραμματεύς· Καλώς, Διδάσκαλε, αληθώς είπας ότι είναι εις Θεός, και δεν είναι άλλος εκτός αυτού·  33)  και το να αγαπά τις αυτόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της συνέσεως και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της δυνάμεως, και το να αγαπά τον πλησίον ως εαυτόν, είναι πλειότερον πάντων των ολοκαυτωμάτων και των θυσιών.  34)  Και ο Ιησούς, ιδών αυτόν ότι φρονίμως απεκρίθη, είπε προς αυτόν· Δεν είσαι μακράν από της βασιλείας του Θεού. Και ουδείς πλέον ετόλμα να ερωτήση αυτόν.  35)  Και αποκριθείς ο Ιησούς, έλεγε διδάσκων εν τω ιερώ· Πως λέγουσιν οι γραμματείς ότι ο Χριστός είναι υιός του Δαβίδ;  36)  Διότι αυτός ο Δαβίδ είπε διά του Πνεύματος του Αγίου· Είπεν ο Κύριος προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου.  37)  Αυτός λοιπόν ο Δαβίδ λέγει αυτόν Κύριον· και πόθεν είναι υιός αυτού; Και ο πολύς όχλος ήκουεν αυτόν ευχαρίστως.  38)  Και έλεγε προς αυτούς εν τη διδαχή αυτού· Προσέχετε από των γραμματέων, οίτινες θέλουσι να περιπατώσιν εστολισμένοι και αγαπώσι τους ασπασμούς εν ταις αγοραίς  39)  και πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς και τους πρώτους τόπους εν τοις δείπνοις.  40)  Οίτινες κατατρώγουσι τας οικίας των χηρών, και τούτο επί προφάσει ότι κάμνουσι μακράς προσευχάς· ούτοι θέλουσι λάβει μεγαλητέραν καταδίκην.  41)  Και καθήσας ο Ιησούς απέναντι του γαζοφυλακίου, εθεώρει πως ο όχλος έβαλλε χαλκόν εις το γαζοφυλάκιον. Και πολλοί πλούσιοι έβαλλον πολλά·  42)  και ελθούσα μία χήρα πτωχή έβαλε δύο λεπτά, τουτέστιν, ένα κοδράντην.  43)  Και προσκαλέσας τους μαθητάς αυτού, λέγει προς αυτούς· Αληθώς σας λέγω ότι η χήρα αύτη η πτωχή έβαλε περισσότερον πάντων, όσοι έβαλον εις το γαζοφυλάκιον·  44)  διότι πάντες εκ του περισσεύοντος εις αυτούς έβαλον· αύτη όμως εκ του υστερήματος αυτής έβαλε πάντα όσα είχεν, όλην την περιουσίαν αυτής.
07.08.2024 - Κατά Μάρκον κεφ.ι'(10) 46-52 - Παναγιώτης Τσουκανάς & Ψαλμός qα'(91) -Τάσος Ορανουδάκης
Τετ, Αυγ 07, 2024
Σειρές: Επισκέπτες
Διάρκεια: 52 Λεπτά 33 Δευτερόλεπτα
Κατά Μάρκον κεφ.ι'(10) 46-52 σελ.891-892 46)  Και έρχονται εις Ιεριχώ. Και ενώ εξήρχετο από της Ιεριχώ αυτός και οι μαθηταί αυτού και όχλος ικανός, ο υιός του Τιμαίου Βαρτίμαιος ο τυφλός εκάθητο παρά την οδόν ζητών.  47 ) Και ακούσας ότι είναι Ιησούς ο Ναζωραίος, ήρχισε να κράζη και να λέγη· Υιέ του Δαβίδ Ιησού, ελέησόν με.  48)  Και επέπληττον αυτόν πολλοί διά να σιωπήση· αλλ' εκείνος πολλώ μάλλον έκραζεν· Υιέ του Δαβίδ, ελέησόν με.  49)  Και σταθείς ο Ιησούς, είπε να κραχθή· και κράζουσι τον τυφλόν, λέγοντες προς αυτόν· Θάρσει, σηκώθητι· σε κράζει.  50)  Και εκείνος απορρίψας το ιμάτιον αυτού, εσηκώθη και ήλθε προς τον Ιησούν.  51)  Και αποκριθείς λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Τι θέλεις να σοι κάμω; Και ο τυφλός είπε προς αυτόν· Ραββουνί, να αναβλέψω.  52)  Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν· Ύπαγε, η πίστις σου σε έσωσε. Και ευθύς ανέβλεψε και ηκολούθει τον Ιησούν εν τη οδώ. Ψαλμός qα'(91) σελ.557 1)  Ο κατοικών υπό την σκέπην του Υψίστου υπό την σκιάν του Παντοκράτορος θέλει διατρίβει.  2)  Θέλω λέγει προς τον Κύριον, Συ είσαι καταφυγή μου και φρούριόν μου· Θεός μου· επ' αυτόν θέλω ελπίζει.  3)  Διότι αυτός θέλει σε λυτρόνει εκ της παγίδος των κυνηγών και εκ θανατηφόρου λοιμού.  4)  Με τα πτερά αυτού θέλει σε σκεπάζει, και υπό τας πτέρυγας αυτού θέλεις είσθαι ασφαλής· η αλήθεια αυτού είναι πανοπλία και ασπίς.  5)  Δεν θέλεις φοβείσθαι από φόβου νυκτερινού, την ημέραν από βέλους πετωμένου.  6)  Από θανατικού, το οποίον περιπατεί εν σκότει· από ολέθρου, όστις ερημόνει εν μεσημβρία·  7)  Χιλιάς θέλει πίπτει εξ αριστερών σου και μυριάς εκ δεξιών σου· πλην εις σε δεν θέλει πλησιάζει.  8)  Μόνον με τους οφθαλμούς σου θέλεις θεωρεί και θέλεις βλέπει των ασεβών την ανταπόδοσιν.  9)  Επειδή συ τον Κύριον, την ελπίδα μου, τον Ύψιστον έκαμες καταφύγιόν σου,  10)  δεν θέλει συμβαίνει εις σε κακόν, και μάστιξ δεν θέλει πλησιάζει εις την σκηνήν σου.  11)  Διότι θέλει προστάξει εις τους αγγέλους αυτού περί σου, διά να σε διαφυλάττωσιν εν πάσαις ταις οδοίς σου.  12)  Θέλουσι σε σηκόνει επί των χειρών αυτών, διά να μη προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου.  13)  Θέλεις πατήσει επί λέοντα και επί ασπίδα· θέλεις καταπατήσει σκύμνον και δράκοντα.  14)  Επειδή έθεσεν εις εμέ την αγάπην αυτού, διά τούτο θέλω λυτρώσει αυτόν· θέλω υψώσει αυτόν, διότι εγνώρισε το όνομά μου.  15)  Θέλει με επικαλείσθαι, και θέλω εισακούει αυτού· μετ' αυτού θέλω είσθαι εν θλίψει· θέλω λυτρόνει αυτόν και θέλω δοξάζει αυτόν.  16)  Θέλω χορτάσει αυτόν μακρότητα ημερών και θέλω δείξει εις αυτόν την σωτηρίαν μου.
04.08.2024 - Ψαλμός κζ'(27) & Κατά Λουκάν κεφ.θ'(9) 51-62 - Τάσος Ορφανουδάκης
Κυρ, Αυγ 04, 2024
Ψαλμός κζ'(27) σελ.524 1)  «Ψαλμός του Δαβίδ.» Ο Κύριος είναι φως μου και σωτηρία μου· τίνα θέλω φοβηθή; ο Κύριος είναι δύναμις της ζωής μου· από τίνος θέλω δειλιάσει;  2) Ότε επλησίασαν επ' εμέ οι πονηρευόμενοι, διά να καταφάγωσι την σάρκα μου, οι αντίδικοι και οι εχθροί μου, αυτοί προσέκρουσαν και έπεσον.  3)  Και αν παραταχθή εναντίον μου στράτευμα, η καρδία μου δεν θέλει φοβηθή· και αν πόλεμος σηκωθή επ' εμέ, και τότε θέλω ελπίζει.  4)  Εν εζήτησα παρά του Κυρίου, τούτο θέλω εκζητεί· το να κατοικώ εν τω οίκω του Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου, να θεωρώ το κάλλος του Κυρίου και να επισκέπτωμαι τον ναόν αυτού.  5)  Διότι εν ημέρα συμφοράς θέλει με κρύψει εν τη σκηνή αυτού· Θέλει με κρύψει εν τω αποκρύφω της σκηνής αυτού· θέλει με υψώσει επί βράχον·  6)  και ήδη η κεφαλή μου θέλει υψωθή υπεράνω των εχθρών μου των περικυκλούντων με· και θέλω θυσιάσει εν τη σκηνή αυτού θυσίας αλαλαγμού· θέλω υμνεί και θέλω ψαλμωδεί εις τον Κύριον.  7)  Άκουσον, Κύριε, της φωνής μου, όταν κράζω· και ελέησόν με και εισάκουσόν μου.  8)  Ζητήσατε το πρόσωπόν μου, είπε περί σου η καρδία μου. Το πρόσωπόν σου, Κύριε, θέλω ζητήσει.  9)  Μη κρύψης απ' εμού το πρόσωπόν σου· μη απορρίψης εν οργή τον δούλον σου· συ εστάθης βοήθειά μου· μη με αφήσης και μη με εγκαταλείψης, Θεέ της σωτηρίας μου.  10)  Και αν ο πατήρ μου και η μήτηρ μου με εγκαταλείψωσιν, ο Κύριος όμως θέλει με προσδεχθή.  11)  Δίδαξόν με, Κύριε, την οδόν σου και οδήγησόν με εν οδώ ευθεία ένεκεν των εχθρών μου.  12)  Μη με παραδώσης εις την επιθυμίαν των εχθρών μου· διότι ηγέρθησαν κατ' εμού μάρτυρες ψευδείς και πνέοντες αδικίαν.  13)  Ουαί εάν δεν επίστευον να ίδω τα αγαθά του Κυρίου εν γη ζώντων.  14)  Πρόσμενε τον Κύριον· ανδρίζου, και ας κραταιωθή η καρδία σου· και πρόσμενε τον Κύριον. Κατά Λουκάν κεφ.θ'(9) 51-62 σελ.913-914 51)  Και ότε συνεπληρούντο αι ημέραι διά να αναληφθή, τότε αυτός έκαμε στερεάν απόφασιν να υπάγη εις Ιερουσαλήμ.  52)  Και απέστειλεν έμπροσθεν αυτού μηνυτάς, οίτινες πορευθέντες εισήλθον εις κώμην Σαμαρειτών, διά να κάμωσιν ετοιμασίαν εις αυτόν.  53)  Και δεν εδέχθησαν αυτόν, διότι εφαίνετο ότι επορεύετο εις Ιερουσαλήμ.  54)  Ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού Ιάκωβος και Ιωάννης, είπον· Κύριε, θέλεις να είπωμεν να καταβή πυρ από του ουρανού και να αφανίση αυτούς, καθώς και ο Ηλίας έκαμε;  55)  Στραφείς δε επέπληξεν αυτούς και είπε· δεν εξεύρετε ποίου πνεύματος είσθε σείς·  56)  διότι ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να απολέση ψυχάς ανθρώπων, αλλά να σώση. Και υπήγον εις άλλην κώμην.  57)  Ενώ δε επορεύοντο, είπε τις προς αυτόν καθ' οδόν· Θέλω σε ακολουθήσει όπου αν υπάγης, Κύριε.  58)  Και είπε προς αυτόν ο Ιησούς· Αι αλώπεκες έχουσι φωλεάς και τα πετεινά του ουρανού κατοικίας, ο δε Υιός του ανθρώπου δεν έχει που να κλίνη την κεφαλήν.  59)  Είπε δε προς άλλον· Ακολούθει μοι. Ο δε είπε· Κύριε, συγχώρησόν μοι να υπάγω πρώτον να θάψω τον πατέρα μου.  60)  Και ο Ιησούς είπε προς αυτόν· Άφες τους νεκρούς να θάψωσι τους εαυτών νεκρούς· συ δε απελθών κήρυττε την βασιλείαν του Θεού.  61)  Είπε δε και άλλος· θέλω σε ακολουθήσει, Κύριε· πρώτον όμως συγχώρησόν μοι να αποχαιρετήσω τους εις τον οίκόν μου.  62)  Και είπε προς αυτόν ο Ιησούς· Ουδείς βαλών την χείρα αυτού επί άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω είναι αρμόδιος διά την βασιλείαν του Θεού.
02.08.2024 - Ηλίας Καβίδας - Γιώργος Καλλέργης
Παρ, Αυγ 02, 2024
Διάρκεια: 51 Λεπτά 23 Δευτερόλεπτα
Κατά Ιωάννην κεφ.ια'(11) 21-35 σελ. 947-948 Ζαχαρίας κεφ.δ'(4) 1-14 σελ.835

Επικοινωνία

Στείλτε μας το αίτημά σας για προσευχή, την ευχαριστία σας καθώς και όποιο άλλο αίτημα σας απασχολεί!

logo eaep herakleion footer

Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής Ηρακλείου, Ιωάννη Κακρίδη 5, (Λεωφόρος Κνωσσού), Ηράκλειο Κρήτης.